Προσωπικά στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
лично, лично се, лична, лично да
Προσωπικά στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, προσωπικά στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα σλαβομακεδονικά - пристапување, пристапувањето, за пристапување, пристапните, пристапување во
  • προσωπείο στα σλαβομακεδονικά - маскираат, маска, маскира, ги маскираат, се маскираат
  • προσωπικό στα σλαβομακεδονικά - вработените, персонал, персоналот, вработени, кадар
  • προσωπικός στα σλαβομακεδονικά - лични, лична, лично, личен, личните
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: лично, лично се, лична, лично да