Προσωπικά στα γερμανικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
persönlich, selbst, persönliche, persönlichen, persönlich zu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας γερμανικά, προσωπικά στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα γερμανικά - antritt, zuwachs, Beitritt, Beitritts, Führungs, den Beitritt
- προσωπείο στα γερμανικά - mummenschanz, maskieren, maskerade, maskenspiel, maske, Maske, verdecken, ...
- προσωπικό στα γερμανικά - personalbestand, stab, belegschaft, personal, fakultät, Personal, Mitarbeiter, ...
- προσωπικός στα γερμανικά - persönlich, persönlichen, persönliche, persönlicher, personenbezogenen
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: persönlich, selbst, persönliche, persönlichen, persönlich zu
Μεταφράσεις: persönlich, selbst, persönliche, persönlichen, persönlich zu