Προσωπικά στα ουγγρικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
személyesen, személy, személyes, személy szerint, személyesen is
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας ουγγρικά, προσωπικά στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα ουγγρικά - szerzeményezés, csatlakozás, csatlakozása, csatlakozási, csatlakozást, csatlakozásának
- προσωπείο στα ουγγρικά - álarc, kibúvó, maszk, maszka, maszkot, elfedik, elfedheti, ...
- προσωπικό στα ουγγρικά - vezérkar, vonalrendszer, személyzet, munkatársak, alkalmazottak, személyzete, munkatársai, ...
- προσωπικός στα ουγγρικά - személyes, személyi, a személyes, egyéni, név
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: személyesen, személy, személyes, személy szerint, személyesen is
Μεταφράσεις: személyesen, személy, személyes, személy szerint, személyesen is