Προσωπικά στα πορτογαλικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
pessoalmente, pessoal
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, προσωπικά στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα πορτογαλικά - ascensão, adesão, a adesão, de adesão, da adesão
- προσωπείο στα πορτογαλικά - maravilha, máscara, mascarar, mask, mascaram, disfarçar
- προσωπικό στα πορτογαλικά - faculdade, pessoal, pilha, equipe, funcionários, o pessoal, equipe de
- προσωπικός στα πορτογαλικά - peculiar, pessoa, pessoal, próprio, pessoais, individual, particular
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: pessoalmente, pessoal
Μεταφράσεις: pessoalmente, pessoal