Προσωπικά στα τσεχικά

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
osobně, osobní, vaše osobní, vaše
Προσωπικά στα τσεχικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας τσεχικά, προσωπικά στα τσεχικά

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα τσεχικά - nastoupení, nástup, přístup, přistoupení, vstoupení, vstup, přístupové
  • προσωπείο στα τσεχικά - maska, skrýt, maskovat, škraboška, přetvářka, zamaskovat, masku, ...
  • προσωπικό στα τσεχικά - žerď, tyč, osazenstvo, obsluha, berla, klacek, hůl, ...
  • προσωπικός στα τσεχικά - vlastní, personální, osobní, individuální, osobních, osobního, osobním, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: osobně, osobní, vaše osobní, vaše