Προσωπικά στα γαλλικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
personnellement, personne, personnel, personnelle
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας γαλλικά, προσωπικά στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα γαλλικά - inscription, augmentation, adhésion, accession, accroissement, présentation, avènement, ...
- προσωπείο στα γαλλικά - receler, mascarade, frime, masquer, masque, couvrir, camoufler, ...
- προσωπικό στα γαλλικά - personnelle, canne, faculté, état-major, personnel, bâton, effectifs, ...
- προσωπικός στα γαλλικά - subjectif, propre, particulier, personnel, individuel, personnelle, personnels, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: personnellement, personne, personnel, personnelle
Μεταφράσεις: personnellement, personne, personnel, personnelle