Προσωπικά στα τούρκικα

Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak
Προσωπικά στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: προσωπικά

προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας τούρκικα, προσωπικά στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • προσχώρηση στα τούρκικα - katılım, üyelik, üyeliği, katılımı
  • προσωπείο στα τούρκικα - maske, maskesi, maskelemek, maskeleyebilir, mask
  • προσωπικό στα τούρκικα - personel, fakülte, personeli, staff, çalışanları
  • προσωπικός στα τούρκικα - özel, kişisel, kişisel bir, bireysel
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: şahsen, kişisel, bizzat, kişisel olarak