Προσωπικά στα ρωσικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
лично, персонально, отлично, сам
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας ρωσικά, προσωπικά στα ρωσικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα ρωσικά - приложение, пополнение, усугубление, прибавка, воцарение, вступление, прирост, ...
- προσωπείο στα ρωσικά - личина, замаскироваться, маска, припрятать, припрятывать, притвориться, притворяться, ...
- προσωπικό στα ρωσικά - флагшток, штаб, штат, кадры, древко, палка, поддержка, ...
- προσωπικός στα ρωσικά - личный, самоличный, персональный, единоличный, собственный, движимый, личная, ...
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: лично, персонально, отлично, сам
Μεταφράσεις: лично, персонально, отлично, сам