Προσωπικά στα λιθουανικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
asmeniškai, pats
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας λιθουανικά, προσωπικά στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα λιθουανικά - prisijungimas, narystei, prisijungimo, stojimo, įstojimas
- προσωπείο στα λιθουανικά - kaukė, maskuoti, paslėpti, užmaskuoti, slėpti
- προσωπικό στα λιθουανικά - personalas, darbuotojai, personalo, darbuotojų, darbuotojams
- προσωπικός στα λιθουανικά - asmens, asmeninis, asmeninė, asmeninės, asmeninio
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: asmeniškai, pats
Μεταφράσεις: asmeniškai, pats