Προσωπικά στα φινλανδικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
itse, omakohtaisesti, henkilökohtaisesti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας φινλανδικά, προσωπικά στα φινλανδικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα φινλανδικά - liittyminen, liittymistä, liittymisen, liittymisestä, liittymiseen
- προσωπείο στα φινλανδικά - naamioida, naamio, naamari, veruke, peittää, maski, peittämään
- προσωπικό στα φινλανδικά - patukka, esikunta, henkilöstö, henkilökunta, sauva, henkilökunnan, henkilöstön, ...
- προσωπικός στα φινλανδικά - omakohtainen, oma, henkilökohtainen, henkilötietojen, henkilökohtaisia, henkilökohtaisen, henkilökohtaista
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: itse, omakohtaisesti, henkilökohtaisesti
Μεταφράσεις: itse, omakohtaisesti, henkilökohtaisesti