Προσωπικά στα δανικά
Μετάφραση: προσωπικά, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
personligt, personlig, personlige, selv
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: προσωπικά
προσωπικά δάνεια, προσωπικά δεδομένα μαθητών στέλνει υπουργείο σε ιδιωτικές επιχειρήσεις, προσωπικά ρέμος, προσωπικά ελένη δήμου στίχοι, προσωπικά ρέμος στίχοι, προσωπικά λεξικό γλώσσας δανικά, προσωπικά στα δανικά
Μεταφράσεις
- προσχώρηση στα δανικά - tiltrædelse, tiltrædelsen, tiltrædelse af, tiltraedelse, optagelse
- προσωπείο στα δανικά - maskere, maske, skjule, mask, afmaske
- προσωπικό στα δανικά - personale, personalet, ansatte, medarbejdere, medarbejderstab
- προσωπικός στα δανικά - egen, personlig, personlige, personligt, personoplysninger
Τυχαίες λέξεις
Προσωπικά στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: personligt, personlig, personlige, selv
Μεταφράσεις: personligt, personlig, personlige, selv