Ταυτόχρονα στα αλβανικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
njëherësh, njëjtën kohë, të njëjtën kohë, njëkohësisht, në të njëjtën kohë
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας αλβανικά, ταυτόχρονα στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα αλβανικά - identik, identike, njëjtë, të njëjta, të njëjtë
- ταυτότητα στα αλβανικά - identitet, identiteti, identitetin, identitetit, identiteti i
- ταυτόχρονος στα αλβανικά - i njëkohshëm, njëkohshme, njëkohshëm, simultan, të njëkohshme
- ταφή στα αλβανικά - varrim, varrimit, varrimi, e varrimit, varrimin
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: njëherësh, njëjtën kohë, të njëjtën kohë, njëkohësisht, në të njëjtën kohë
Μεταφράσεις: njëherësh, njëjtën kohë, të njëjtën kohë, njëkohësisht, në të njëjtën kohë