Ταυτόχρονα στα ιταλικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
contemporaneamente, simultaneamente, contemporanea, allo stesso tempo, simultanea
Ταυτόχρονα στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ταυτόχρονα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα ιταλικά - identificare, identico, identici, identica, identiche, uguali
  • ταυτότητα στα ιταλικά - identificazione, identità, dell'identità, di identità, l'identità, d'identità
  • ταυτόχρονος στα ιταλικά - simultaneo, simultanea, contemporanea, simultaneamente, contemporaneamente
  • ταφή στα ιταλικά - sepoltura, seppellimento, di sepoltura, la sepoltura, sotterramento
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: contemporaneamente, simultaneamente, contemporanea, allo stesso tempo, simultanea