Ταυτόχρονα στα ολλανδικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ταυτόχρονα στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα ολλανδικά - identificeren, vereenzelvigen, identiek, gelijk, identieke, dezelfde, identiek zijn
- ταυτότητα στα ολλανδικά - identiteit, erkenning, herkenning, de identiteit, identiteit van, identity, identiteitskaart
- ταυτόχρονος στα ολλανδικά - eigentijds, simultaan, gelijktijdig, gelijktijdige, simultane, tegelijkertijd
- ταφή στα ολλανδικά - graflegging, teraardebestelling, begrafenis, begraven, begraafplaats, begraving, de begrafenis
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk
Μεταφράσεις: tegelijkertijd, simultaan, gelijktijdig, tegelijk