Ταυτόχρονα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
адначасова, адначасна
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ταυτόχρονα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα λευκορωσικά - ідэнтычны
- ταυτότητα στα λευκορωσικά - асобу, асоба, асобы
- ταυτόχρονος στα λευκορωσικά - сінхронны
- ταφή στα λευκορωσικά - пахаванне, захаванне, пахаваньне, захаванне ў магiльнiках
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: адначасова, адначасна
Μεταφράσεις: адначасова, адначасна