Ταυτόχρονα στα δανικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
samtidigt, samtidig, samme tid, på samme tid, tid
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας δανικά, ταυτόχρονα στα δανικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα δανικά - identiske, identisk, samme, ens, er identisk
- ταυτότητα στα δανικά - identitet, identiteten, identitetskort
- ταυτόχρονος στα δανικά - samtidig, samtidige, samtidigt, simultan, en samtidig
- ταφή στα δανικά - begravelse, nedgravning, begravelsen, begravet, begravelsesplads
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: samtidigt, samtidig, samme tid, på samme tid, tid
Μεταφράσεις: samtidigt, samtidig, samme tid, på samme tid, tid