Ταυτόχρονα στα σλαβομακεδονικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
истовремено, едновремено, симултано, истовремено се, истовремено да
Ταυτόχρονα στα σλαβομακεδονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ταυτόχρονα στα σλαβομακεδονικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα σλαβομακεδονικά - идентични, идентична, идентично, се идентични, идентичен
  • ταυτότητα στα σλαβομακεδονικά - идентитет, идентитетот, лична, идентитетот на
  • ταυτόχρονος στα σλαβομακεδονικά - симултан, истовремено, симултани, истовремен, симултано
  • ταφή στα σλαβομακεδονικά - погреб, погребување, погребение, закопување, погребот
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: истовремено, едновремено, симултано, истовремено се, истовремено да