Ταυτόχρονα στα τούρκικα

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
aynı anda, eş zamanlı, eşzamanlı, eş zamanlı olarak, aynı zamanda
Ταυτόχρονα στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ταυτόχρονα στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα τούρκικα - aynı, özdeş, aynıdır, benzer, eşit
  • ταυτότητα στα τούρκικα - özdeşlik, kimlik, kimliği, kimliğini, kimliğinin, kimliğin
  • ταυτόχρονος στα τούρκικα - eşzamanlı, aynı anda, eş zamanlı, simultane, simültane
  • ταφή στα τούρκικα - gömme, defin, mezar, gömü, ölü gömme
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: aynı anda, eş zamanlı, eşzamanlı, eş zamanlı olarak, aynı zamanda