Ταυτόχρονα στα λιθουανικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
tuo pat metu, vienu metu, tuo pačiu metu, kartu, vienu
Ταυτόχρονα στα λιθουανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ταυτόχρονα στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα λιθουανικά - identiškas, tapatus, identiški, identiškos, tapačios
  • ταυτότητα στα λιθουανικά - tapatybė, tapatybės, tapatybę, tapatumas, asmens tapatybės
  • ταυτόχρονος στα λιθουανικά - vienalaikis, vienu metu, tuo pačiu metu, tuo pat metu, sinchroninio
  • ταφή στα λιθουανικά - laidotuvės, palaidojimas, laidojimo, užkasant, laidojimas
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: tuo pat metu, vienu metu, tuo pačiu metu, kartu, vienu