Ταυτόχρονα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα
ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ταυτόχρονα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ταυτίζω στα πορτογαλικά - idêntico, identificar, idêntica, idênticos, idênticas, iguais
- ταυτότητα στα πορτογαλικά - identidade, identificar, de identidade, a identidade, identidade de, identity
- ταυτόχρονος στα πορτογαλικά - simular, simultâneo, simultânea, simultaneamente, simultâneas, simultâneos
- ταφή στα πορτογαλικά - enterro, sepultamento, enterramento, sepultura, de enterro
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo
Μεταφράσεις: simultaneamente, simultâneo, em simultâneo, ao mesmo tempo, mesmo tempo