Ταυτόχρονα στα εσθονικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
samaaegselt, üheaegselt, samal ajal, korraga, samal
Ταυτόχρονα στα εσθονικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας εσθονικά, ταυτόχρονα στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα εσθονικά - samastuma, identifitseerima, tuvastama, identne, identsed, identse, identsete, ...
  • ταυτότητα στα εσθονικά - samasus, isikutõend, identsus, samastumine, identifitseerimine, isik, identiteet, ...
  • ταυτόχρονος στα εσθονικά - üheaegne, samaaegse, samaaegne, üheaegse, samaaegset
  • ταφή στα εσθονικά - muldasängitamine, matmine, matus, matmise, matmiseks, matmist, mattes
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: samaaegselt, üheaegselt, samal ajal, korraga, samal