Ταυτόχρονα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
samtímis, sama tíma, á sama tíma, jafnframt, einu
Ταυτόχρονα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ταυτόχρονα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα ισλανδικά - eins, nákvæmlega eins, eins og, nákvæmlega, samhljóða
  • ταυτότητα στα ισλανδικά - sjálfsmynd, auðkenni, kennimark, deili, uppruni
  • ταυτόχρονος στα ισλανδικά - samtímis, samtíma
  • ταφή στα ισλανδικά - greftrun, greftrunar, grafar, urðun, Burial
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: samtímis, sama tíma, á sama tíma, jafnframt, einu