Ταυτόχρονα στα ουγγρικά

Μετάφραση: ταυτόχρονα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
egyidejűleg, egyszerre, egyidejű, párhuzamosan, időben
Ταυτόχρονα στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ταυτόχρονα

ταυτόχρονα αγγλικά, ταυτόχρονα συνώνυμο, εομ ταυτόχρονα, ταυτόχρονα στα γαλλικά, ταυτόχρονα ή ταυτόχρονα, ταυτόχρονα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ταυτόχρονα στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ταυτίζω στα ουγγρικά - azonos, azonosak, megegyezik, megegyeznek, megegyező
  • ταυτότητα στα ουγγρικά - azonosság, azonosítás, személyazonosság, identitás, identity, személyazonosságát, identitását
  • ταυτόχρονος στα ουγγρικά - egyidejű, egyidejűleg, szimultán, egyszerre, párhuzamos
  • ταφή στα ουγγρικά - temetés, temetkezési, elföldeléssel, temetkezés, temetési
Τυχαίες λέξεις
Ταυτόχρονα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: egyidejűleg, egyszerre, egyidejű, párhuzamosan, időben