Άτρακτος στα βουλγαρικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
вретено, шпиндел, шпиндела, вретеното, вал
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, άτρακτος στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα βουλγαρικά - частица, атом, човек, лице, лицето
- άτονος στα βουλγαρικά - замрял, муден, сладостна, отпуснат, бавен
- άτρωτος στα βουλγαρικά - неуязвим, неуязвими, неуязвима, здрав, неуязвимо
- άτυπος στα βουλγαρικά - неформален, неофициален, неформална, неформалната, неформално
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: вретено, шпиндел, шпиндела, вретеното, вал
Μεταφράσεις: вретено, шпиндел, шпиндела, вретеното, вал