Άτρακτος στα γαλλικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
tronc, coque, fuselage, broche, axe, la broche, tige, arbre
Άτρακτος στα γαλλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας γαλλικά, άτρακτος στα γαλλικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα γαλλικά - mortel, individuel, particule, singulier, atome, personnage, personne, ...
  • άτονος στα γαλλικά - apathique, paresseux, lent, fainéant, languissant, langoureux, alangui, ...
  • άτρωτος στα γαλλικά - immunisé, résistant, rustique, invulnérable, invulnérables, invulnérabilité
  • άτυπος στα γαλλικά - atypique, informel, informelle, informels, informelles, officieux
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: tronc, coque, fuselage, broche, axe, la broche, tige, arbre