Άτρακτος στα πορτογαλικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
fuso, eixo, veio, do fuso
Άτρακτος στα πορτογαλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, άτρακτος στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα πορτογαλικά - persistente, pessoal, indivíduo, átomo, personagem, indiferente, partículas, ...
  • άτονος στα πορτογαλικά - lânguido, lânguida, languid, lânguidos, desfalecido
  • άτρωτος στα πορτογαλικά - imune, imortalizar, invulnerável, invulneráveis, invulnerable, invulneravelmente
  • άτυπος στα πορτογαλικά - informal, informais, informal de
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: fuso, eixo, veio, do fuso