Άτρακτος στα γερμανικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
rumpf, Spindel, Achse
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας γερμανικά, άτρακτος στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα γερμανικά - atom, mensch, teilchen, einzelperson, person, individuum, partikel, ...
- άτονος στα γερμανικά - faul, träge, matt, lässig, müde, trägen
- άτρωτος στα γερμανικά - gefeit, immun, unverwundbar, unverletzlich, unverletzbar, unangreifbar, invulnerable
- άτυπος στα γερμανικά - atypisch, informell, ungezwungen, formlos, informellen, informelle
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: rumpf, Spindel, Achse
Μεταφράσεις: rumpf, Spindel, Achse