Άτρακτος στα ουκρανικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
фюзеляж, шпиндель, шпіндель, шпинделя
Άτρακτος στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας ουκρανικά, άτρακτος στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα ουκρανικά - нікого, атомний, особистість, зовнішність, атом, чоловік, невідворотний, ...
  • άτονος στα ουκρανικά - повільний, лінивий, інертний, ледачий, млявий, томний, млосний, ...
  • άτρωτος στα ουκρανικά - непорушний, нерухомий, невразливий
  • άτυπος στα ουκρανικά - неформальний, неформального, неформальна
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: фюзеляж, шпиндель, шпіндель, шпинделя