Άτρακτος στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вретено, вретеното, на вретеното, осовински, вретена
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, άτρακτος στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα σλαβομακεδονικά - атом, лице, лицето, личност, човек, личноста
- άτονος στα σλαβομακεδονικά - апатичен
- άτρωτος στα σλαβομακεδονικά - неранлив, неранливи, неповредиви, неповреден, отпорен
- άτυπος στα σλαβομακεδονικά - неформален, неформални, неформалните, неформално, неформална
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вретено, вретеното, на вретеното, осовински, вретена
Μεταφράσεις: вретено, вретеното, на вретеното, осовински, вретена