Άτρακτος στα ολλανδικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
spil, as, spindel, spindle, de spil
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας ολλανδικά, άτρακτος στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα ολλανδικά - menselijk, personage, knul, hoofdelijk, deeltje, enkeling, persoon, ...
- άτονος στα ολλανδικά - loom, lusteloos, lome, traag, kwijnend
- άτρωτος στα ολλανδικά - resistent, onvatbaar, immuun, onkwetsbaar, onaantastbaar, onkwetsbare, invulnerable, ...
- άτυπος στα ολλανδικά - informele, informeel, de informele
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: spil, as, spindel, spindle, de spil
Μεταφράσεις: spil, as, spindel, spindle, de spil