Άτρακτος στα πολωνικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
kadłub, płatowiec, wrzeciono, wrzeciona, trzpień, trzpienia, obrotowa wrzeciona
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας πολωνικά, άτρακτος στα πολωνικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα πολωνικά - oryginał, pojedynczy, postać, indywiduum, odrobina, osobnik, osobliwy, ...
- άτονος στα πολωνικά - ślamazarny, gnuśny, powolny, niemrawy, ospały, nieruchawy, leniwy, ...
- άτρωτος στα πολωνικά - zabezpieczony, immunologiczny, odporny, niewrażliwy, niezniszczalny, narażony, do zranienia, ...
- άτυπος στα πολωνικά - nietypowy, poronny, atypowy, typowy, nieformalny, nieoficjalny, nieformalne, ...
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: kadłub, płatowiec, wrzeciono, wrzeciona, trzpień, trzpienia, obrotowa wrzeciona
Μεταφράσεις: kadłub, płatowiec, wrzeciono, wrzeciona, trzpień, trzpienia, obrotowa wrzeciona