Άτρακτος στα ιταλικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
mandrino, fuso, del mandrino, perno, alberino
Άτρακτος στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας ιταλικά, άτρακτος στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα ιταλικά - individuo, particella, individuale, persona, briciolo, singolo, atomo, ...
  • άτονος στα ιταλικά - languido, languida, languidi, languide, languid
  • άτρωτος στα ιταλικά - immune, invulnerabile, invulnerabili, invulnerable, invulnerabilità, inattaccabile
  • άτυπος στα ιταλικά - atipico, informale, informali, informale di
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: mandrino, fuso, del mandrino, perno, alberino