Άτρακτος στα δανικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
spindel, spindlen, spindelen, spindle
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας δανικά, άτρακτος στα δανικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα δανικά - partikel, person, dødelig, atom, personer, persons
- άτονος στα δανικά - mat, sløj, sløv, blasert, languid
- άτρωτος στα δανικά - usårlig, usårlige, usårligt, usårlig over
- άτυπος στα δανικά - uformel, uformelle, uformelt
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: spindel, spindlen, spindelen, spindle
Μεταφράσεις: spindel, spindlen, spindelen, spindle