Άτρακτος στα λευκορωσικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
шпіндзель
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, άτρακτος στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα λευκορωσικά - чалавек
- άτονος στα λευκορωσικά - млявы
- άτρωτος στα λευκορωσικά - непаражальны, непераможны
- άτυπος στα λευκορωσικά - нефармальны, неафіцыйны, нефармальная, нефармальную
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: шпіндзель
Μεταφράσεις: шпіндзель