Άτρακτος στα εσθονικά

Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
εσθονικά
Μεταφράσεις:
spindel, võll, spindli, spindle, spindlile
Άτρακτος στα εσθονικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: άτρακτος

ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας εσθονικά, άτρακτος στα εσθονικά

Μεταφράσεις

  • άτομο στα εσθονικά - indiviid, aatom, tegelane, isik, kübe, inimene, isiku, ...
  • άτονος στα εσθονικά - uimane, rauge, loid, loiud, loiuks, jõuetu
  • άτρωτος στα εσθονικά - immuunne, haavamatu, haavamatuks, Haavoittumaton, puutamatu
  • άτυπος στα εσθονικά - ebatüüpiline, mitteametlik, mitteametliku, informaalse, mitteametlikul, mitteametlike
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα εσθονικά - Λεξικό: ελληνικά » εσθονικά
Μεταφράσεις: spindel, võll, spindli, spindle, spindlile