Άτρακτος στα ουγγρικά
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
orsó, főorsó, orsót, fõorsó
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας ουγγρικά, άτρακτος στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- άτομο στα ουγγρικά - egyén, valaki, személy, személyt, fő, személynek, személyenként
- άτονος στα ουγγρικά - bágyadt, ernyedt, erőtlen, tunya, bágyadtnak
- άτρωτος στα ουγγρικά - immúnis, mentes, sebezhetetlen, sérthetetlen, sebezhetetlenné, sebezhetetlenek, sebezhetetlennek
- άτυπος στα ουγγρικά - informális, hivatalos, nem hivatalos, az informális, kötetlen
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: orsó, főorsó, orsót, fõorsó
Μεταφράσεις: orsó, főorsó, orsót, fõorsó