Άτρακτος στα τούρκικα
Μετάφραση: άτρακτος, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
iğ, mil, mili, iş mili, işmili
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: άτρακτος
ωριαία άτρακτος, μυική άτρακτος, μιτωτική άτρακτοσ, άτρακτος αεροσκάφους, άτρακτος ανεμογεννήτριας, άτρακτος λεξικό γλώσσας τούρκικα, άτρακτος στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- άτομο στα τούρκικα - atom, adam, bireysel, birey, kişi, kişinin, insan, ...
- άτονος στα τούρκικα - baygın, durgun, gayretsiz, uyuşuklukları, tembel
- άτρωτος στα τούρκικα - yaralanmaz, invulnerable, yenilmez, sağlam, zarar görmez
- άτυπος στα τούρκικα - resmi olmayan, gayri, kayıt dışı, gayrı, gayri resmi
Τυχαίες λέξεις
Άτρακτος στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: iğ, mil, mili, iş mili, işmili
Μεταφράσεις: iğ, mil, mili, iş mili, işmili