Ανικανότητα στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
импотентност, безсилие, импотенция, импотентността, безсилието
Ανικανότητα στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ανικανότητα στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα βουλγαρικά - безкористност, себеотрицание, самоотверженост, всеотдайност, себеотрицанието
  • ανιδιοτελής στα βουλγαρικά - безкористен, самоотвержен, безкористна, безкористно, безкористната
  • ανιμισμός στα βουλγαρικά - анимизъм
  • ανισότητα στα βουλγαρικά - неравенство, неравенството, неравнопоставеност, неравнопоставеността, на неравенството
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: импотентност, безсилие, импотенция, импотентността, безсилието