Ανικανότητα στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
impotência, a impotência, impotence, da impotência, de impotência
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ανικανότητα στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα πορτογαλικά - abnegação, altruísmo, desprendimento, desinteresse, selflessness
- ανιδιοτελής στα πορτογαλικά - altruísta, abnegado, desinteressado, abnegada, desinteressada
- ανιμισμός στα πορτογαλικά - animismo, O animismo, animism, do animismo
- ανισότητα στα πορτογαλικά - desigualdade, a desigualdade, desigualdades, desigualdade de, da desigualdade
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: impotência, a impotência, impotence, da impotência, de impotência
Μεταφράσεις: impotência, a impotência, impotence, da impotência, de impotência