Ανικανότητα στα ιταλικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
impotenza, l'impotenza, dell'impotenza, di impotenza, all'impotenza
Ανικανότητα στα ιταλικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ιταλικά, ανικανότητα στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα ιταλικά - altruismo, disinteresse, abnegazione, l'altruismo, selflessness
  • ανιδιοτελής στα ιταλικά - altruista, disinteressato, altruistico, disinteressata, altruistica
  • ανιμισμός στα ιταλικά - animismo, l'animismo, animism, dell'animismo, all'animismo
  • ανισότητα στα ιταλικά - disuguaglianza, sperequazione, disparità, disuguaglianze, ineguaglianza, diseguaglianza
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: impotenza, l'impotenza, dell'impotenza, di impotenza, all'impotenza