Ανικανότητα στα ουγγρικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
impotencia, impotenciát, tehetetlenség, az impotencia, tehetetlenségét
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ανικανότητα στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα ουγγρικά - önzetlenség, önzetlenséget, az önzetlenség, önzetlensége, az önzetlenséget
- ανιδιοτελής στα ουγγρικά - önzetlen, az önzetlen, önzetlenül, önfeláldozó
- ανιμισμός στα ουγγρικά - animizmus, spiritualizmus, animizmusban, az animizmus, a spiritualizmus
- ανισότητα στα ουγγρικά - egyenlőtlenség, egyenlőtlenségek, az egyenlőtlenség, egyenlőtlenséget, egyenlőtlen
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: impotencia, impotenciát, tehetetlenség, az impotencia, tehetetlenségét
Μεταφράσεις: impotencia, impotenciát, tehetetlenség, az impotencia, tehetetlenségét