Ανικανότητα στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
імпатэнцыя
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ανικανότητα στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα λευκορωσικά - самаадданасць, самаахвярнасць, самаадданасьць
- ανιδιοτελής στα λευκορωσικά - самаадданую, самаадданая, самаахвярны, самаадданы, самаахвярную
- ανιμισμός στα λευκορωσικά - анімізм
- ανισότητα στα λευκορωσικά - няроўнасць, няроўнасьць, няроўнасці
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: імпатэнцыя
Μεταφράσεις: імпатэнцыя