Ανικανότητα στα λιθουανικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
impotencija, impotencijos, impotenciją, bejėgiškumas, silpnumas
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ανικανότητα στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα λιθουανικά - pasiaukojimas, nesavanaudiškumas, pasiaukojimą, nesavanaudiškumo, savimarša
- ανιδιοτελής στα λιθουανικά - pasiaukojęs, nesavanaudiška, nesavanaudiškomis, nesavanaudiškas, pasiaukojantis
- ανιμισμός στα λιθουανικά - Animizmas
- ανισότητα στα λιθουανικά - nelygybė, nelygybės, nelygyb, nelygybę, nelygyb ÷
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: impotencija, impotencijos, impotenciją, bejėgiškumas, silpnumas
Μεταφράσεις: impotencija, impotencijos, impotenciją, bejėgiškumas, silpnumas