Ανικανότητα στα νορβηγικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
impotens, impotence, avmakt, maktesløshet, av impotens
Ανικανότητα στα νορβηγικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ανικανότητα στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα νορβηγικά - uselviskhet, selviskhet, selflessness
  • ανιδιοτελής στα νορβηγικά - uselvisk, uselviske
  • ανιμισμός στα νορβηγικά - animisme, animism
  • ανισότητα στα νορβηγικά - ulikhet, ulikheten, ulikheter, forskjeller
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: impotens, impotence, avmakt, maktesløshet, av impotens