Ανικανότητα στα ισλανδικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
getuleysi
Ανικανότητα στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ανικανότητα στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα ισλανδικά - óeigingirni, selflessness
  • ανιδιοτελής στα ισλανδικά - selfless, óeigingjörn, óeigingjarna, óeigingjarn
  • ανιμισμός στα ισλανδικά - Animism
  • ανισότητα στα ισλανδικά - ójöfnuður, misrétti, ójöfnuna, ójafnan, ójafnræðis gæti
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: getuleysi