Ανικανότητα στα ισπανικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
impotencia, la impotencia, de impotencia
Ανικανότητα στα ισπανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ισπανικά, ανικανότητα στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα ισπανικά - desinterés, abnegación, altruismo, el desinterés, la abnegación
  • ανιδιοτελής στα ισπανικά - altruista, desinteresado, desinteresada, abnegado, abnegada
  • ανιμισμός στα ισπανικά - animismo, el animismo, del animismo
  • ανισότητα στα ισπανικά - desigualdad, la desigualdad, desigualdades, desigualdad de, las desigualdades
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: impotencia, la impotencia, de impotencia