Ανικανότητα στα ολλανδικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie
Ανικανότητα στα ολλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ανικανότητα στα ολλανδικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα ολλανδικά - onbaatzuchtigheid, onzelfzuchtigheid, zelfloosheid, altruïsme, belangeloosheid
  • ανιδιοτελής στα ολλανδικά - onbaatzuchtig, onbaatzuchtige, onzelfzuchtige, onzelfzuchtig, belangeloze
  • ανιμισμός στα ολλανδικά - animisme, Animism, het animisme, animistische
  • ανισότητα στα ολλανδικά - ongelijkheid, de ongelijkheid, ongelijke, ongelijkheden
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: impotentie, onmacht, machteloosheid, onvermogen, van impotentie