Ανικανότητα στα τούρκικα
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
yetersizlik, iktidarsızlık, impotans, iktidarsızlığı, empotans, iktidarsızlığından
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας τούρκικα, ανικανότητα στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα τούρκικα - bensizliktir, selflessness, vericiliğinin, vericiliğinin ardında, bencillikten
- ανιδιοτελής στα τούρκικα - özverili, özverili bir, bencilsiz, bencil olmayan, özgecil
- ανιμισμός στα τούρκικα - animizm, animizmdir, animism, bir animizm
- ανισότητα στα τούρκικα - eşitsizlik, eşitsizliği, eşitsizliğin, eşitsizlikler, eşitsizliğinin
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: yetersizlik, iktidarsızlık, impotans, iktidarsızlığı, empotans, iktidarsızlığından
Μεταφράσεις: yetersizlik, iktidarsızlık, impotans, iktidarsızlığı, empotans, iktidarsızlığından