Ανικανότητα στα γαλλικά
Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γαλλικά
Μεταφράσεις:
infirmité, incapacité, inaptitude, invalidité, impuissance, l'impuissance, impotence, d'impuissance
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ανικανότητα
ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας γαλλικά, ανικανότητα στα γαλλικά
Μεταφράσεις
- ανιδιοτέλεια στα γαλλικά - objectivité, neutralité, désintéressement, impartialité, altruisme, abnégation, l'altruisme, ...
- ανιδιοτελής στα γαλλικά - désintéressé, généreux, altruiste, désintéressée, désintéressés, altruisme
- ανιμισμός στα γαλλικά - animisme, l'animisme, Animism, animiste
- ανισότητα στα γαλλικά - inégalité, dissemblance, disparité, disproportion, inégalités, l'inégalité, les inégalités, ...
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα γαλλικά - Λεξικό: ελληνικά » γαλλικά
Μεταφράσεις: infirmité, incapacité, inaptitude, invalidité, impuissance, l'impuissance, impotence, d'impuissance
Μεταφράσεις: infirmité, incapacité, inaptitude, invalidité, impuissance, l'impuissance, impotence, d'impuissance