Ανικανότητα στα δανικά

Μετάφραση: ανικανότητα, Λεξικό: ελληνικά » δανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
impotens, afmagt, magtesløshed, af impotens
Ανικανότητα στα δανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ανικανότητα

ανικανότητα εκσπερμάτωσης, ανικανότητα συνώνυμο, δικαιοπρακτική ανικανότητα, ανδρική ανικανότητα, ανικανότητα μεταφραση, ανικανότητα λεξικό γλώσσας δανικά, ανικανότητα στα δανικά

Μεταφράσεις

  • ανιδιοτέλεια στα δανικά - uselviskhed, uselvisk, uselviske, selflessness
  • ανιδιοτελής στα δανικά - uselvisk, uselviske, uegennyttig
  • ανιμισμός στα δανικά - animisme, animism, Animismen, Animismens
  • ανισότητα στα δανικά - ulighed, uligheder, uligheden, ulige, forskelsbehandling
Τυχαίες λέξεις
Ανικανότητα στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: impotens, afmagt, magtesløshed, af impotens